-
1 ἀπ-αΐσσω
ἀπ-αΐσσω, herabspringen, herabeilen, κρημνοῦ ἀπαΐξας Il. 21, 234; übh. wegeilen; ἀπᾴξας Soph. Ai. 305, ἀπῇξα Tr. 1, 90.
-
2 απαισσω
стяж. ἀπᾴσσω, атт. ἀπᾴττω1) спрыгивать, соскакивать(κρημνοῦ ἀπαΐξας Hom.)
2) убегать прочь(τοῦδ΄ ἐγὼ κλύων ἀπῇξα Soph.)
-
3 κρημνος
ὅ1) гора, крутизна, круча, утес(κρημνοῦ ἀπαΐξας Hom.; κρημνοὴ καὴ ῥήγματα τῆς γῆς Arst.)
ποταμοῖο ὑπὸ κρημνούς Hom. — под крутыми берегами реки;κρημνοὴ ἐπηρεφέες Hom. — высокие края (рва);κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι Thuc. — прыгать с обрывов2) гора(Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν Soph.; ирон. κρημνοὴ λόγων Arph.)
-
4 ἀπαΐσσω
II dart away,ὁπόταν μὲν ἀπαΐξῃ τέρεν αἷμα Emp.100.6
, cf. ib.23;τοῦ δ' ἐγὼ κλύων ἀπῇξα S.Tr. 190
, cf.Ar.Ra. 468;ἀπῇξε πέμφιξ S.Fr. 337
;φρένες.. γνώμης ἀπῇξαν Id.Aj. 448
. [ἀπᾱ- Hom.
, cf. ἀΐσσω.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαΐσσω
-
5 ἀπᾶίσσω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπᾶίσσω
См. также в других словарях:
ενθρώσκω — ἐνθρῴσκω (Α) [θρῴσκω] πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι, εισορμώ, εισπηδώ («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek